Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ
Η ιστορία
Μια φορά και ένα καιρό, λέει ο θρύλος, από τον πυκνό λόγγο(πυκνό θαμνώδες δάσος) που σκέπαζε το τσιουμπάρι όπου βρίσκεται σήμερα το Μοναστήρι, έβγαινε ένα παράξενο φως με λογής λογιών χρώματα, κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, λιούντζινο (λουλακί) και άλλα. Από αυτό το σημαδιακό αυτό φως ετρόμαξε ο κόσμος και δεν δεν εζύγωνε σ΄αυτό το μέρος.
Από τις πολλές φορές, αποφάσισαν να μπουν στο λόγγο, να δουν τι γίνεται. Μαζώθηκαν πολλοί από τα περίχωρα με όπλα και σκυλιά, μπήκαν στο λόγγο και τι να δουν? Την εικόνα της Αγία Τριάδας που άστραφτε!
Την άλλη μέρα μαζώθηκε πάλι, όλος ο κόσμος από τα περίχωρα, να ιδούν το θαύμα και να προσκυνήσουν. Πήραν την εικόνα με δώδεκα παπάδες ιεροφορεμένους και με τα ξεφτέρια (εξαπτέρυγα) μπροστά και την πήγαν και την έβαλαν στο προσκυνητάρι της εκκλησίας της Πέπελης, για να την προσκυνάει ο κόσμος. Η εικόνα όμως έφυγε από κει και ξαναβρέθηκε στην πρώτη της θέση, στο λόγγο. Αυτό δύο και τρεις φορές, όσο που κατάλαβε ο κόσμος ότι η εικόνα δεν ήθελε να φύγει από την θέση που είχε διαλέξει. Και ότι είναι θέλημα Θεού εκεί να γίνει η εκκλησία της. Όπως και έγινε. Εκεί της έστησαν ένα μικρό παρεκκλήσι στην αρχή κι αυτό το παρεκκλήσι μεγάλωσε και έγινε ολόκληρο μοναστήρι, η ονομαστή Μονή της Πέπελης.
Ο καθηγητής Δ.Ευαγγελίδης σημειώνει:
Η μονή αυτή, αρχαιότατα υπάρχουσα, ανοικοδομήθηκε κατά τα μέσα του ΓΗ΄αιώνος και είναι μια των σπουδαιοτάτων της Βορείου Ηπείρου δια την μεγάλην εμπορική πανήγυρι, ήτις τελείται αυτόθι κατά τον Μάϊον.
Δ.Ευαγγελίδου, “Η Βόρειος Ήπειρος”, Αθήνα 1919, σελ.109
“Το Μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στην Πέπελη” του Τ.Λ.
Το μοναστήρι είναι χτισμένο σε 450 μέτρα υψόμετρο νοτιοανατολικά του χωριού. Στο χώρου του μοναστηριού υπάρχουν αρκετά άλλα κτίσματα εκτός από την εκκλησία. Οι Πεπελιώτες, αλλά και όλοι οι Δροπολίτες, γιόρταζαν με μέγα πανηγύρι την εορτή του Αγίου Πνέυματος μέχρι και το 1967 που ήταν η τελευταία φορά που γιορτάστηκε η γιορτή του Αγίου Πνεύματος πριν απαγορευτούν κάθε είδους θρησκευτικές εκδηλώσεις από το αθεϊστικό καθεστώς.
Η ημερομηνία ίδρυσης του μοναστηριού δεν είναι γνωστή. Πηγή αναφέρει ότι η ίδρυση της μονής χρονολογείται το 1750 χωρίς να υπάρχει αναφορά για αρχαιότερο κτίσμα στον χώρο. Αλλά ο καθηγητής Δ.Ευαγγελίδης που είχε επισκεπτεί την μονήσ την αρχές του 20ου αιώνα (1900) αναφέρει ότι το 1948 είναι το έτος ανακαίνισης της μονής και ότι υπάρχουν ευρήματα από αρχαιοτάτων χρόνων. Πιο συγκεκριμένα υπάρχει πληροφορία στα Βυζαντινα χρόνια, το έτος 1084, το Πατριαρχείο απευθυνόμενος στον Επίσκοπο Δρυινουπόλεως θέτοντας υπό την κηδεμονία του μεταξύ των άλλων χωρίων την Κοσσοβίτσα με 8 κυνηγητικά όπλα και το Μοναστήρι της Αγία Τριάδος της Πέπελης με 7 κυνηγητικά όπλα. Αυτό σημαίνει ότι το μοναστήρι προϋπήρχε από αρχαιότατους χρόνους, το ίδιο και τα χωριά που το πλαισιώνουν.
Αλλά αν και παραλείπεται ο χρόνος τις ίδρυσης του δεν παραλείπεται ο θρύλος που του δίνει θρησκευτικές διαστάσεις:
Μια φόρα και έναν καιρό ο λόφος στον οποίο κτίστηκε το Μοναστήρι ήταν καλυμμένος από πυκνό λόγγο. Οι Πεπελιωτες ένα πρωί μέσα σε αυτό το λόγγο αντίκρισαν ένα παράξενο φως λογής λογιών χρωμάτων που συνέχιζε να φωτίζει για πολλές μέρες και νύχτες μαζί. Φυσικό ήταν να τρομάζουν άλλα κάποια μέρα μαζεύτηκαν με τα γύρω χωρία και μπήκαν στο λόγγο με όπλα και σκυλιά.“ Θαύμα φώναζαν οι πρώτοι καθώς αντίκρισαν την εικόνα της Αγίας Τριάδας που αστράφτει. Την άφησαν εκεί και την άλλη μέρα μαζεύτηκε όλος ο κόσμος από τα περίχωρα να πάνε να προσκυνήσουν. Πήραν την εικόνα με 12 παπάδες και τα ξεφτέρια μαζί και σε θρησκευτική πομπή την πήγαν στο προσκυνητάρι της εκκλησίας της Πέπελης. Η εικόνα όμως, αφού έφευγε και ο τελευταίος προσκυνητής, εξαφανίζονταν και το ίδιο εκπέμπεται φως από την πρώτη τοποθεσία της. Οι ιερείς το γεγονός αυτό το μετέφεραν στον Επίσκοπο Δρυϊνουπόλεως ο οποίος τους καθησύχασε και τους είπε πως είναι θέλημα Θεού εκεί να γίνει η εκκλησία της. Της έκτισαν ένα εκκλησάκι και ο κόσμος πήγαινε και προσκυνούσε συνέχεια. Στην συνέχεια είδαν να γίνονται θαύματα από την Εικόνα σε αρρώστους ψυχικά και σωματικά και αποφάσισαν όλοι μαζί ιερείς και πιστοί εκεί να χτιστεί ολόκληρο μοναστήρι. Το μοναστήρι αυτό, όπως μας διηγείται ένας άλλος μελετητής που ασχολήθηκε και με τις παραδόσεις μας, ο Αλεξ. Χ. Μαμμόπουλος, είχε ελάχιστη περιουσία δική του σε χωράφια μέσα στην Πεπελη. Είχε γύρο στα 400 γιδοπρόβατα, 30 γελάδια, 30 φοράδια και 300 κυψέλες. Αλλά ήταν τόσο μεγάλη η φήμη του που είχε θρονιάσει στις συνειδήσεις των πιστών μέχρι σημείο που δεν χρειαζόταν να είχε περιουσία δική του. Κάθε μέρα λειτουργούσε με 2-3 παπάδες και οι προσκυνητές δεν ήταν πάνω από 50. Κάθε μέρα ξόδευε πάνω από 50 οκάδες ψωμί και ο ηγούμενος σε κανέναν δεν επέτρεπε να βγάλει ψωμί από το σακούλι του. Μπορούσαν να καθίσουν εκεί όσοι ήταν και όσο ήθελαν και κανένας δεν τους ρωτούσε πότε θα φύγουν, Κανένα σκυλί δεν έκανε γκαμ και κανένας δεν κρατούσε λογαριασμό γιατί κανένας δεν έτρωγε από την Αγία Τριάδα. Τα γιδοπρόβατα έβοσκαν σ’ όποιο λιβάδι βρισκόταν και κάνεις δεν μίλαγε, τα φύλαγαν όλοι οι άνθρωποι γιατί τα θεωρούσαν δικά τους. Τα γελάδια τα είχαν αφήσει να βόσκουν στον απέραντο κάμπο του Βούρκου όπως και τα φοραδια που όταν γεννούσαν τα έπιαναν και τα έφερναν στον ηγούμενο. Αν κανείς ήθελε να αγοράσει από την Μόνη οτιδήποτε ο ηγούμενος του έλεγε παρ το και πλήρωσε ότι θέλεις, κάνε καλά με την Αγία Τριάδα.
Τα εισοδήματα της Μόνης, εκτός αυτά που αναφέρθηκαν, αυξάνονται με τις εισφορές των πιστών. Κάθε τόσο ένας ιερέας με το μουλάρι και ένας υπηρέτης της Μονής γυρνούσαν χωριό το χωριό Άνω Δρόπολη και Βούρκο. Οπού περνούσαν και Τούρκοι αν βρίσκονταν μπροστά άνοιγαν δρόμο κι έκαναν το σταυρό τούς. Ακόμα και οι αγάδες πρόσφεραν για την Αγία Τριάδα, οι πόρτες τούς ήταν πάντοτε ανοιχτές και για Τούρκους και για Χριστιανούς. Το πανηγύρι της Αγίας κρατούσε 4 μέρες. Χιλιάδες κόσμος έρχονταν από όλοι τη Δρόπολη, το Πωγὡνι, το Βούρκο και το Δέλβινο, από τα Ελληνοχὡρια πού σήμερα είναι πέρα από τα σύνορα. Βογκούσε ο τόπος από χορούς και τραγούδια, Εκείνες τις μέρες όλη η πολιτιστική μας παράδοση περιελάμβανε μπροστά στο θειο πού χριστιανούς και τούρκους, πλούσιους και φτωχούς, τούς έκανε να ξεχάσουν ποιοι είναι. Το κάθε χωριό είχε το δικό τού χοροστάσι, το αλώνι τού, και τα όργανα τού. Γλέντι και φαγοπότι όλα από το μοναστήρι και ο καθένας έταζε το κατά δύναμιν. Παραλληλα γινόταν και μεγάλη εμποροπανηγύρη με λογής λογιών εμπορεύματα μαζί και ζωοπανήγυρη. Και να ήταν μόνο αυτή η δραστηριότητα τού μοναστηριού. Ολόκληρο βρεφοκομείο υπήρχε φιλοξενώντας παιδιά ορφανά ή από αμαρτωλές πραξεις, τα όποια σύν το χρόνο δίνονταν προς υιοθεσία. Το ίδιο ήταν φιλοξενούμενοι προς άνωση οι άρρωστοι ψυχικά, μέχρι και επικίνδυνοι και μανιακοί πού τούς έδεναν στα κουτσούρεψει τους πρόσφεραν όποιες υπηρεσίες μέχρι να αναρρὡσούν. Ασφαλώς είχε ξεχωριστά κελιά για γυναίκες και για άνδρες οι όποιοι πρωί και βραδύ εκκλησιαζονταν και διαβάζονταν ιδιαιτέρως όσο πού η Αγία Τριάδα έκανε το θαύμα της. Γίνεται λόγος εν ολίγης για το προπολεμικό μεγαλείο τού Μοναστηρίου γιατί τον Ιούνιο τού 1944 πυρπολήθηκε από τούς Γερμανούς και τα κτίρια, εκτός της εκκλησίας, έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς. Οι Γερμανοί ήταν κατακτητές. Το πυρπόλησαν όπως και πολλά γύρω χωριά.
Πληροφορίες: “Οι Σελλοί”, κείμενο Τ.Λ.
Σήμερα
Η μονή της Αγίας Τριάδας έχει ανακηρυχθεί πολιτιστικό μνημείο της Αλβανίας. Κάθε χρόνο πραγματοποιείται ανήμερα του Αγίου Πνεύματος πραγματοποιείται πανηγύρι με την συμμετοχή αρκετού κόσμου.